παλαιοτεταρτογενής

παλαιοτεταρτογενής
Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η αρχαιότερη από τις 3 υποδιαπλάσεις, στις οποίες υποδιαιρείται η τεταρτογενής διάπλαση του καινοζωικού αθροίσματος στρωμάτων.
* * *
-ές
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά τεταρτογενή περίοδο τής Γης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • σικέλια βαθμίδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η νεώτερη από τις δύο βαθμίδες, στις οποίες υποδιαιρείται η παλαιοτεταρτογενής υποδιάπλαση της τεταρτογενούς διάπλασης του καινοζωικού αιώνα. Ονομάστηκε έτσι από το Γάλλο γεωλόγο Ντεπερέ και αντιστοιχεί στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”